-
1 φόνιος
φόνιος, auch zweier Endgn, nur poet., zum Morde gehörig, mörderisch; ἐν ἄλγεσι φονίοις Pind. frg. 97; δράκων, mordgierig, Aesch. Pers. 82; πληγή, mordend, Ch. 310, wie Ἀΐδας Soph. O. C. 1686; πέλεκυς El. 99; oft Eur.; φόνια δέρκεσϑαι, Ar. Ran. 1332. – Auch vom Morde herrührend, blutig, χεῖρας φονίας ἐπικρύπτει Aesch. Eum. 307; auch σταγόνες Ch. 394; κοπίς Add. 3 (VI, 228); φονιώτερον ἰόν Maneth. 2, 196.
-
2 ἐπι-κρύπτω
ἐπι-κρύπτω, verbergen; χεῖρας φονίας Aesch. Eum. 307; τὸ ψῖ προςγενόμενον ἐπικρύπτει τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat. Crat. 421 b; Sp., aor. II. ἐπέκρυφε, Qu. Sm. 7, 235. – Gew. med. verheimlichen, verhehlen; τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Plat. Lach. 196 b; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Rep. V, 476 e; im Ggstz von ἀναφανδὸν ἀποδείκνυσϑαι τοὺς πολλούς, vor der Menge, Theaet. 180 c; Parm. 128 c; Pol. 3, 75, 1; ἐπεκρύπτοντο ἔτι τῷ τῶν πεντάκις χιλίων ὀνόματι, μὴ ἄντικρυς ὀνομάζειν, sie versteckten sich hinter den Namen, und hüteten sich geradezu zu sagen, Thuc. 8, 92; δύναμιν ἤϑροισεν ὡς μάλιστα ἐδύνατο ἐπικρυπτόμενος, so heimlich wie möglich, Xen. An. 1, 1, 6; τἀληϑῆ Dem. 17, 17; πρὸς τοὺς πολλοὺς εἰς τὸ τῆς μουσικῆς ὄνομα σοφιστικὴν δεινότητα Plut. Pericl. 4, vor der Menge unter dem Namen der Musik verbergen; sich verbergen, ἐσϑῆτι Caes. 38.
См. также в других словарях:
φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… … Dictionary of Greek
επικρύπτω — ἐπικρύπτω (Α) 1. καλύπτω, κρύβω («ὅδ’ ἀνήρ χείρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 2. μέσ. κρύβω τον σκοπό μου («ἐπεκρύπτοντο γὰρ ὅμως ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ονόματι», Θουκ.) … Dictionary of Greek